Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐ καὶ νομοϑέτης

См. также в других словарях:

  • νομοθέτης — ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, ιδος) αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης νεοελλ. πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης τής ποίησης» β. «νομοθέτης τής… …   Dictionary of Greek

  • νομοθέτης — ο 1. αυτός που θέτει, συντάσσει και επιβάλλει νόμους. 2. μτφ., αυτός που βάζει τους βασικούς κανόνες επιστήμης, τέχνης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • Κλεισθένης — I (570; – 507; π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και νομοθέτης, ιδρυτής της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ήταν γιος του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας, Κλεισθένη (βλ. λ. παρακάτω). Μαζί με την οικογένειά του πέρασε τα… …   Dictionary of Greek

  • Διοκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας των Μεγαρέων. Σκοτώθηκε σε μία μάχη, ενώ προσπαθούσε να σώσει νεαρό συμπολίτη του που κινδύνευε. Προς τιμήν του θεσπίστηκαν τα Διόκλεια. Στον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, ο Δ. αναφέρεται μεταξύ των βασιλιάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Αιγίμιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς και νομοθέτης των Δωριέων, την εποχή που αυτοί κατοικούσαν στη Θεσσαλία. Ήταν γιος του Δώρου, γενάρχη των Δωριέων. Οργάνωσε τους Δωριείς σε πολιτεία και το νομοθετικό του έργο ήταν τέτοιο, που εξυμνήθηκε αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Δημώνασσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Αμφιάραου και της Εριφίλης, σύζυγος του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, και μητέρα του Τισσαμενού. Γίνεται λόγος γι’ αυτήν στο έπος Θηβαΐς. Η μορφή της βρίσκεται στην ανάγλυφη παράσταση …   Dictionary of Greek

  • Τημενίδες — Βασιλική δυναστεία του Άργους, που ιδρύθηκε από τον Τήμενο. Ο Τήμενος ήταν Ηρακλείδης, γιος του Αριστόμαχου, γενάρχης των Τ. Όταν οι Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο, σε αυτόν έδωσαν την Αργολίδα, όπου έγινε βασιλιάς και νομοθέτης. Έτσι… …   Dictionary of Greek

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»